-
1 ἕλος
A marsh-meadow,ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221
, cf. 4.483: generally, marshy ground,ἂν δόνακας καὶ ἕλος Od.14.474
, cf. Hdt.1.191, Th.1.110, Inscr.Cypr.135.9 H. ([place name] Idalium), X.HG1.2.7, etc. -
2 βουκολέω
βουκολέω, 1) Rinder weiden, hüten, βουκόλος sein; absolut, Iliad. 5, 313. 14, 445; Odyss. 10, 85 ἔνϑα κ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισϑούς, τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ' ἄργυφα μῆλα νομεύων; Iliad. 21, 448 σὺ δ' εἰλίποδας ἕλικας βοῠς βουκολέεσκες Ἴδης ἐν κνημοῖσι; katachrestisch von Pferden Iliad. 20, 221 τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο ϑήλειαι; von Ziegen Eupolis B. A. 84; βουκολήσεται Ar. Pax 153; von Menschen, ernähren, Ar. Vesp. 10; Philostr.; – μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. Eum. 78, solche Noth habend, od. in solcher Noth herumgetrieben; Callim. von den (»auf einer großen Weide gehenden«) am Himmel wandelnden Sternen, Del. 176. – 2) übertr., lindern, besänftigen, φροντίσιν νέον πάϑος Aesch. Ag. 655; Sp., z. B. ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς β., mildern, verdecken, Luc. Amor. 38; ἐλπίσι ἀπατηλαῖς βουκολοῦμαι, ich lasse mich durch Hoffnungen täuschen, Alciphr. 3, 5; geradezu = betrügen, Ar. Eccl. 81; Plut. de ed. lib. 18.
-
3 βουκολέω
A tend cattle, ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες ([dialect] Ep. [tense] impf.) Il.21.448, etc.: abs., Parth.4.1, Luc.DDeor.3:—[voice] Med.,βουκολεῖσθαι αἶγας Eup.18
:—[voice] Pass., of cattle, graze, ἕλος κάτα βουκολέοντο, of horses, Il.20.221, cf.Ar. Pax 153: metaph. of meteors, range through the sky, Call.Del. 176.2 of persons, βουκολεῖς Σαβάζιον you tend, serve him (with allusion to his tauriform worship), Ar.V.10:—[voice] Med., μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον ruminating, pondering, A.Eu.78.II metaph., cheat, beguile, ;τὸ δήμιον Ar.Ec.81
, cf. Men.Sam. 251;αἱ τίτθαι τοὺς παῖδας διὰ μυθολογίας βουκολοῦσιν Max.Tyr.10.3
;β. λύπην Babr.19.7
;ἀλλοτρίοις κόσμοις τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπές β. Luc.Am.38
:—[voice] Med., ἐλπίσι βουκολοῦμαι I feed myself on hopes, cheat myself with them, Alciphr.3.5, cf. Luc.Trag.29;ἐπιθυμίαις Id.Am.2
:—[voice] Pass., Stoic.3.147;βουκολεῖσθαι ὑπὸ ἐνυπνίων Porph.Marc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουκολέω
-
4 βουκολέω
βουκολέω ( βουκόλος), ipf. iter. βουκολέεσκες: act., pasture, tend cattle; mid., graze, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο, Il. 20.221.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βουκολέω
См. также в других словарях:
τρισχίλιοι — ες, α / τρισχίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, ία, ον, Α τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. (στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, ία, ον τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν… … Dictionary of Greek